- φωστῆρες
- φωστήρthat which gives lightmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωστήρας — ο / φωστήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. μτφ. έξυπνος, τετραπέρατος νεοελλ. μσν. μτφ. πολυμαθής μσν. αρχ. μτφ. βασιλιάς («ὁ φωστήρ τῆς οἰκουμένης», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. αυτός που φωτίζει 2. λαμπρότητα, ακτινοβολία 3. μτφ. θύρα ή παράθυρο από όπου μπαίνει φως … Dictionary of Greek
πύρσευμα — εύματος, τὸ, ΜΑ [πυρσεύω] 1. πυρσός, δαυλός 2. μτφ. ακτινοβολία, λαμπρότητα («φωταγωγοῡσι τὰ πέρατα θείοις πυρσεύμασιν ὡς φωστῆρες διαυγέστατοι», Μηναί.) … Dictionary of Greek
φωστηρικός — ή, όν, Α [φωστήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φωστήρες, στους αστέρες … Dictionary of Greek